- ξαναπέφτω
- 1. πέφτω πάλι2. αρρωσταίνω ξανά, υποτροπιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαναπίπτω — και ξαναπέφτω (AM ἐπαναπίπτω) ξαναγυρίζω στην προηγούμενη κατάστασή μου, ξαναπέφτω μσν. αρχ. 1. ξαπλώνομαι, πλαγιάζω πάνω σε κάτι («φύλλοις ῤόδων ἐπαναπεσών καὶ κοιμηθεὶς ἐπ αὐτῶν», Αιλ.) … Dictionary of Greek
ξαναπατώ — άω 1. (μτβ.) πατώ ξανά 2. πηγαίνω ξανά κάπου («δεν θα ξαναπατήσω στο σπίτι του») 3. φρ. «δεν τήν ξαναπατάω» δεν ξαναπέφτω στο ίδιο λάθος, δεν επαναλαμβάνω το ίδιο λάθος … Dictionary of Greek